- ἀφωνίας
- ἀφωνίᾱς , ἀφωνίαspeechlessnessfem acc plἀφωνίᾱς , ἀφωνίαspeechlessnessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβροντησία — η (Α ἐμβροντησία) 1. χτύπημα από κεραυνό 2. το να είναι κανείς εμβρόντητος, σαν χτυπημένος από κεραυνό νεοελλ. ψυχοπαθολογική κατάσταση πλήρους ακινησίας, αφωνίας και έλλειψης αντιδράσεων σε εξωτερικούς ερεθισμούς αρχ. μωρία … Dictionary of Greek
λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… … Dictionary of Greek